- κόπρισις
- κόπρισιςdungingfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοπρίσεις — κόπρισις dunging fem nom/voc pl (attic epic) κόπρισις dunging fem nom/acc pl (attic) κοπρίζω dung aor subj act 2nd sg (epic) κοπρίζω dung fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόπριση — η (Α κόπρισις) [κοπρίζω] 1. η λίπανση τής γης με κοπριά 2. η αποπάτηση … Dictionary of Greek
κοπρίσεως — κοπρίσεω̆ς , κόπρισις dunging fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)